ολιγόστιχος

ολιγόστιχος
και λιγόστιχος, -η, -ο (ΑΜ ὀλιγόστιχος, -ον)
αυτός που αποτελείται από λίγους στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + στίχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγόστιχος — consisting of few lines masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολιγόστιχος — η, ο αυτός που έχει λίγους στίχους: Ολιγόστιχο ποίημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀλιγόστιχον — ὀλιγόστιχος consisting of few lines masc/fem acc sg ὀλιγόστιχος consisting of few lines neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοστίχου — ὀλιγόστιχος consisting of few lines masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοστίχους — ὀλιγόστιχος consisting of few lines masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόστιχα — ὀλιγόστιχος consisting of few lines neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγόστιχος — η, ο βλ. ολιγόστιχος …   Dictionary of Greek

  • ολιγοστιχία — η (ΑΜ ὀλιγοστιχία, Α ιων. τ. ὀλιγοστιχίη) [ολιγόστιχος] το να αποτελείται κάτι από λίγους στίχους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”